Μέχρι πότε θα τους ανεχόμαστε;

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2008

Πέμπτη 13 Οκτωμβρίου 1966


Οἱ νεράιδες τίς νύκτας μέ τά μαῦρα πέπλα εἴχαν φύγη γιά ἄλλες χῶρες.
Καί εἶχε ἔρθει ό λαμπρός ἤλιος μέ τίς χρυσές κόρες του.
Μιά ἀπό αὐτή γλυστρά ἀπό τό μισόκλιστο παράθυρο καί μέ ξυπνά.
Σηκώνομε καί πηγαίνω στό παράθυρο τό ανοίγω καἰ κυτώ ἔξω.
Ὀλη ἠ φύση εἶναι χαρούμενη τά λουλούδια ἔλαμπαν καί ἤταν γεμάτα χαρά.
Ὕστερα ντύθικα καί ἔστρωσα τά κρεββάτια.
Ὅταν τελείωσα ἐκάθισα καί ἐγραψα τά μαθήματά μου ὅσπου νά τελειώσω ἡ ώρα πῆγε (1) έφαγα το μεσιμεριανό μου καί ύστερα έφυγα γιά τό σχολείο.
Ὅταν ἔφθασα τά παιδιά κάνανε γραμμή ἔτρεξα καί πρόλαβα νά μπῶ μέσα.
Ἐγώ στήν τάξη δέν μιλούσα καθόλου.
Ὅταν τελειώσαμε τά μαθήματα μας σχολάσαμε.

Από το ημερολόγιο μαθήτριας της Ε' τάξης του Δημοτικού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: